προσηλωμένα

προσηλωμένα
προσηλωμένᾱ , προσηλόω
nail
pres part mp fem nom/voc/acc dual (doric aeolic)
προσηλωμένᾱ , προσηλόω
nail
pres part mp fem nom/voc sg (doric aeolic)
προσηλωμένᾱ , προσηλόω
nail
pres part mp fem nom/voc/acc dual (doric aeolic)
προσηλωμένᾱ , προσηλόω
nail
pres part mp fem nom/voc sg (doric aeolic)
προσηλόω
nail
perf part mp neut nom/voc/acc pl
προσηλωμένᾱ , προσηλόω
nail
perf part mp fem nom/voc/acc dual
προσηλωμένᾱ , προσηλόω
nail
perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • προσηλωμένας — προσηλωμένᾱς , προσηλόω nail pres part mp fem acc pl (doric aeolic) προσηλωμένᾱς , προσηλόω nail pres part mp fem gen sg (doric aeolic) προσηλωμένᾱς , προσηλόω nail pres part mp fem acc pl (doric aeolic) προσηλωμένᾱς , προσηλόω nail pres part …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσηλωμέναι — προσηλωμένᾱͅ , προσηλόω nail pres part mp fem dat sg (doric aeolic) προσηλωμένᾱͅ , προσηλόω nail pres part mp fem dat sg (doric aeolic) προσηλόω nail perf part mp fem nom/voc pl προσηλωμένᾱͅ , προσηλόω nail perf part mp fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ερμής — I Ένας από τους θεούς του ελληνικού Δωδεκάθεου. Σχετίζεται με την ιδιαίτερη σφαίρα του χαώδους, του πρώτου δηλαδή στοιχείου της κοσμογονίας, με την έννοια ότι ήταν έξω από τον νόμο (προστάτευε τους κλέφτες και ήταν και ο ίδιος κλέφτης), έξω από… …   Dictionary of Greek

  • Τσαντ — I Κράτος της κεντρικής Αφρικής. Συνορεύει στα βόρεια με τη Λιβύη, δυτικά με η Νιγηρία, νότια με το Καμερούν και ανατολικά με το Σουδάν.Διοικητικά η χώρα διαιρείται σε 14 νομούς: Mπάτα (Άτι), Mπιλτίνε (Mπιλτίνε), Mπόρκου Eνέντι Tιμπέστι, Σαρί… …   Dictionary of Greek

  • βλέμμα — το (AM βλέμμα) [βλέπω] ματιά, κοίταγμα νεοελλ. η έκφραση των ματιών όταν είναι προσηλωμένα κάπου («άγριο, γλυκό, λυπημένο κ.λπ. βλέμμα») αρχ. το μάτι …   Dictionary of Greek

  • εντερόνεια — η (Α ἐντερόνεια) 1. η εντεριώνη 2. η εσωτερική επένδυση τού πλοίου, τα μαδέρια ή τα χαλύβδινα ελάσματα που είναι προσηλωμένα καθέτως προς τους νομείς από την εσωτερική πλευρά …   Dictionary of Greek

  • ξύστρο — το (Α ξύστρον) εργαλείο για ξύσιμο, για λείανση, ξύστρα, ξυστήρι νεοελλ. 1. κηπουρικό εργαλείο για ελαφρά σκαλίσματα 2. ζωολ. όργανο που βρίσκεται στο στόμα τών γαστερόποδων μαλακίων και αποτελείται από σειρά δοντιών αρχ. δρέπανο προσαρτημένο σε… …   Dictionary of Greek

  • Δαμασκηνός, Μιχαήλ — (περ. 1530 – 1592;). Κρητικός ζωγράφος φορητών εικόνων. Εργάστηκε στο Ηράκλειο (έως το 1574 και μετά το 1584), στη Βενετία (1574 82) και στην Κέρκυρα (1582 84). Ξεχώρισε από τους σύγχρονούς του, Κρητικούς και άλλους, με τον πλούτο της παραγωγής… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”